Rate this post

Οι Μυτιληνιοί το λένε Οβριόκαστρο ή Κάστρο των Αγίων Θεοδώρων. Βρίσκεται στο ακρωτήριο “Παλιόκαστρο” στη βορειοδυτική ακτή της Μυτιλήνης, 16 χλμ νοτιοδυτικά της Μήθυμνας. Στην αρχαιότητα εκεί ήταν η αρχαία Άντισσα, αργότερα υπήρχε η Βυζαντινή καστροπολιτεία των Αγίων Θεοδώρων και τον 14ο αιώνα Γενοβέζικο κάστρο.

Και μέχρι σήμερα, ο τόπος δεν έχει πάψει να τροφοδοτεί την πλούσια ιστορία του νησιού με ευρήματα. Η πιο πρόσφατη ανασκαφή, που γίνεται για πρώτη φορά εδώ και 90 χρόνια, έφερε στο φως τρία κτίσματα, τρια ιδιαίτερα ενδιαφέροντα αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία παρουσίασε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου.

Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε ένα αψιδωτό κτίσμα του 7ου αιώνα π. Χ., με πλούσια γραπτή και μελανή τεφρή κεραμική, και δύο ορθογώνια κτήρια, προγενέστερων, του 8ου αιώνα π. Χ. και του 10ου αιώνα π. Χ. Το ανασκαφικό αυτό εύρημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς επιβεβαιώνεται η ιστορική συνέχεια από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600 – 1100 π. Χ.) στους λεγόμενους σκοτεινούς χρόνους (11ος – 9ος αιώνας π.Χ.), οι οποίοι σηματοδοτούν τις μετακινήσεις των ελληνικών φύλων, όπως των αιολικών στη Λέσβο.

Μυτιλήνη: Τι ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι στην ανασκαφή στο Οβριόκαστρο

Ένας τόπος με πλούσια ιστορία από την Πρωτογεωμετρική εποχή

Η περιοχή κατοικήθηκε ήδη από την προϊστορική εποχή. Η ίδρυση της πόλης πραγματοποιήθηκε την Πρωτογεωμετρική εποχή. Η αρχαία πόλη ήταν μια από τις έξι πόλεις της Λέσβου και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. επειδή οι κάτοικοι βοήθησαν το Μακεδόνα στρατηγό Αντήνορα. Αργότερα κατοικήθηκε ξανά και ως οικισμός πλέον μαρτυρείται στον 2ο αι. μ.Χ (Κλαύδιος Πτολεμαίος 5.2.19).

Ήταν χτισμένη πάνω σε μια ηφαιστειογενή πλαγιά που έχει θέα βόρεια προς το πέλαγος και την Μικρασιατική χερσόνησο της Τροίας. Ο θρύλος λέει ότι σε κείνο το μέρος, στην αρχαία Άντισσα ξεβράστηκε απ’ την θάλασσα η λύρα του Ορφέα.

Πρώτος ο γερμανός αρχαιολόγος Robert Koldeway το 1890, ταύτισε την αρχαία Άντισσα με το Οβριόκαστρο και χαρτογράφησε την περιοχή. Ο χώρος που κατείχε η πόλη, αποτελείται από την έκταση που κατέλαβε το μεσαιωνικό κάστρο στο άκρο της χερσονήσου, και από ένα λόφο, που χαρακτηρίζεται ως ακρόπολη. Το λιμάνι της βρισκόταν έξω από την πόλη. Σχηματίστηκε με ένα κυματοθραύστη σε σχήμα Γ που χτίστηκε στη μεγάλη και ανοιχτή κόλπωση της παραλίας, ανατολικά από το λόφο.

αντισσα

Πως έγινε γνωστή η Άντισσα

Στην αρχαϊκή εποχή η Άντισσα προβάλλεται σε πανελλήνιο επίπεδο κυρίως χάρη στη προσωπικότητα του ποιητή Τέρπανδρου, που έζησε στο πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. Στον Τέρπανδρο οφείλεται, πιθανότατα, η δημιουργία του μύθου ότι το κεφάλι του Ορφέα απέληξε στη Άντισσα και φυλασσόταν στο ιερό του Διονύσου, ενώ η λύρα του φυλασσόταν στο ναό του Απόλλωνος στη Μυτιλήνη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το σπήλαιο “Σπήλιος” ή “Μαγαράς” στην ύπαιθρο χώρα της Άντισσας, ταυτίστηκε από μελετητές με μαντείο του Ορφέα. Η άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σε μεγάλη έκταση της Άντισσας με τη Μήθυμνα, έκανε την Άντισσα να είναι ο κύριος εχθρός της, μετά τη Μυτιλήνη.

Στην αρχή του πελοποννησιακού πολέμου, το 428 π.Χ., η Μυτιλήνη επιτέθηκε εναντίον της Μήθυμνας και κατόπιν εναντίον της Άντισσας, της Πύρρας και της Ερεσού προκειμένου οι Μυτιληναίοι ολιγαρχικοί να εξουδετερώσουν την υπολογίσιμη δημοκρατική μερίδα που υπήρχε στις πόλεις αυτές. Όταν οι Αθηναίοι το 427 π.Χ. κατέλαβαν τη Μυτιλήνη και μοίρασαν τη γη της σε Αθηναίους κληρούχους, εγκατάσταση κληρούχων έγινε και στην Άντισσα, την οποία ο στρατηγός Πάχης φρόντισε να καταλάβει πρώτη. Στο τέλος του πελοποννησιακού πολέμου, ο Λύσανδρος, μετά την τελική ήττα των Αθηναίων, κατέλαβε το φθινόπωρο του 405 π.Χ., μαζί με τις άλλες πόλεις του νησιού και την Άντισσα. Από το σπαρτιατικό ζυγό ελευθερώθηκε το 389 π.Χ., με τις επιχειρήσεις του Θρασύβουλου στο νησί. Στη Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία η Άντισσα εντάχθηκε το 375 π.Χ.

άντισσα

Στην τελευταία μνεία των λεσβιακών πόλεων της κλασσικής περιόδου από τον Ψεύδο Σκύλακα, γύρω στα μέσα του 4ου αι. πΧ. αναφέρεται η Άντισσα και το λιμάνι της. Η Άντισσα πήρε μέρος στη ανανέωση του κοινού των λεσβιακών πόλεων, τον 2ο αι. π.Χ. μαζί με τη Μυτιλήνη, τη Μήθυμνα και την Ερεσό, αφού η Πύρρα και η Αρίσβη είχαν πάψει να υφίστανται ως πόλεις κράτη. Οι Ρωμαίοι καταστρέφουν την Άντισσα το 167 π.Χ. και η γη της προσαρτάται από τη Μήθυμνα. Η ενέργεια αυτή των Ρωμαίων είχε τιμωριτικό χαρακτήρα, γιατί στον Μακεδονικό πόλεμο οι Αντισσαίοι είχαν δεχτεί στο λιμάνι τους τον Αντήνορα, ναύαρχο του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά Περσέα. πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ. ως ατείχιστος οικισμός που φαίνεται να έμεινε στη θέση του ως το Μεσαίωνα. Εκεί εγκαταστάθηκε πιθανότατα ένα από τα κύρια οχυρά του νησιού στη Βυζαντινή Εποχή, το Κάστρο των Αγίων Θεοδώρων.

αντισσα

Ένα οχυρό- κόσμημα της Βυζαντινής εποχής

Το οχυρό, που λείψανά του σώζονται ως σήμερα, χτίστηκε στη Βυζαντινή εποχή και ανακατασκευάστηκε στα χρόνια των Γενοβέζων είναι γνωστό με το όνομα Οβριόκαστρο. Το κάστρο αναφέρεται από τον Φλωρεντιανό καλόγερο Chr. Buondelmonti (γύρω στα 1410 με 1420μ.X.). Στα 1485 το οχυρό αναφέρεται από τον Βενετό Bart. Zamberti, σαν ένα από τα πιο σημαντικά οχυρά του νησιού. Την ίδια σημασία στο οχυρό προσδίδει ο αρχιεπίσκοπος των Λατίνων της Μυτιλήνης Leonardo Giustiniani, στα 1462. Στον χάρτη του Piri-Reis διακρίνεται νησίδιο στη θέση του Oβριόκαστρου. Ο περιηγητής Thomaso Porcachi ονομάζει το κάστρο S. Theodoro και το τοποθετεί στην δυτική πλευρά του νησιού.

Οι Αγιοι Θεόδωροι ήταν το τρίτο σε δύναμη οχυρό πάνω στο νησί, μετά τα κάστρα της Μυτιλήνης και του Μολύβου. Από τα ερείπια φαίνεται πως οι τοίχει ήταν πανύψηλα, σε ορισμένα σημεία ξεπερνούν τα δεκαοκτώ μέτρα. Τα επιθαλάσσια μέρη του πλαισιώνονταν από τετράγωνους πύργους. Στο έγκλειστο χώρο του κάστρου διακρίνονται ίχνη κτισμάτων, γεγονός που αποδεικνύει πως οι Άγιοι Θεόδωροι ήταν περιτείχιση κώμη. Σε άγνωστη εποχή οι κάτοικοι του οικισμού μετακινήθηκαν στο εσωτερικό της περιοχής. Το όνομα της αρχαίας πόλης δόθηκε στο χωριό Τελώνια, που βρίσκεται νοτιοδυτικά από τη θέση της. Στα 1931 και 1932 η αγγλίδα αρχαιολόγος Winifred Lamb πραγματοποίησε στην περιοχή της αρχαίας Άντισσας δοκιμαστικές τομές. Τα συμπεράσματα που συνοψίζονται από την ανασκαφή αυτή είναι ότι θέση κατοικήθηκε από την ύστερη εποχή του Χαλκού, από τους τελευταίους αιώνες της 2ης χιλιετίας π.Χ. Από τότε η κατοίκηση συνεχίστηκε αδιάλειπτη.

οβριόκαστρο

Δεν ήταν πόλη – κράτος στην αρχαιότητα

Με τη σημερινή ανασκαφή έρχεται στο φως ένας σημαντικός πλούτος που ανασκάπτεται για πρώτη φορά μετά περίπου από 90 χρόνια από τις έρευνες της Lamb στην ευρύτερη περιφέρεια της αρχαίας πόλης. “Οι πολλαπλές ετοιμορροπίες των τειχών που βάλλονται από τη θάλασσα και τους ισχυρούς ανέμους, οι άμορφοι λιθοσωροί και η εικόνα της ερήμωσης και εγκατάλειψης, σαφώς και δεν ταιριάζουν για μία από τις πέντε πόλεις – κράτη της Λέσβου κατά την αρχαιότητα”, λέει ο Προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου Παύλος Τριανταφυλλίδης.

οβριόκαστρο

Οι εργασίες που αποκάλυψαν το κάστρο

H Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου επί δύο χρόνια προχώρησε σε συστηματικούς επιφανειακούς καθαρισμούς, χρονοβόρες αποψιλώσεις από τη βλάστηση που είχε καλύψει όλη την επιφάνεια του μεσιαωνικού κάστρου με αποτέλεσμα να μην είναι ορατά τα σωζόμενα οικοδομικά λείψανα. “Από την ετήσια συντήρηση του χώρου που καλύπτει έκταση περίπου 15 στρεμμάτων, αποκαλύφθηκαν άμορφοι λιθοσωροί σε όλη την έκταση του αρχαιολογικού χώρου, οι οποίοι συνδέονται με την καταστροφή και την ερήμωση του μνημείου μετά την καταστροφή του κάστρου από τους Οθωμανούς το 1462” λέει ο κ. Τριανταφυλλίδης που όπως σημειώνει στόχος της αρχαιολογικής υπηρεσίας είναι η αποκάλυψη των σημαντικότερων αρχιτεκτονικών καταλοίπων που σώζονται κάτω από τους λιθοσωρούς και “οι οποίοι δίνουν μια αλγεινή εικόνα για την κατάσταση του κάστρου, η οποία σαφώς δεν αρμόζει με την αίγλη του”.

Για τον λόγο αυτό διενεργήθηκαν δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές. Στο επιθαλάσσιο τείχος που εκτείνεται κατά μήκος της μεσαιωνικής τάφρου. Στο διατείχισμα με τους πέντε πύργους. Και στο Άνω Κάστρο.

οβριόκαστρο

Μια προίκα που “δείχνει” Παλαιολόγους

Η έρευνα στους πέντε ορθογώνιους πύργους του μεσαιωνικού διατειχίσματος επικεντρώθηκε στο 2ο και στον 3ο πύργο. Διαπιστώθηκε η κατασκευή του τουλάχιστον στον 13ο – 14ο αιώνα μ. Χ., δηλαδή κατά την ύστερη Βυζαντινή περίοδο, όταν η Λέσβος παραδόθηκε στους Γατελούζους ως προίκα των Παλαιολόγων στον Φραγκίσκο Γατελούζο.

Από την ανασκαφική έρευνα του πύργου 3 διαπιστώθηκε μνημειώδης πύλη με παλαιότερα εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη και λίθινο πλακοστρωμένο δάπεδο, που χρονολογείται στον 14ο αιώνα μ. Χ., με δύο περάσματα στα ανατολικά και βόρεια, και η οποία σώζεται σε ύψος τεσσάρων μέτρων κάτω από τους λιθοσωρούς. Η μνημειακή πρόσβαση υποδηλώνει ότι το επίπεδο λειτουργίας του μεσαιωνικού κάστρου είναι πολύ χαμηλότερο από το σήμερα σωζόμενο, και ως εκ τούτου η συνέχιση της αρχαιολογικής έρευνας θα αποκαλύψει σε ικανοποιητικό ύψος την μορφολογία των κτισμάτων του κάστρου. Κεραμική, μεταλλοτεχνία και γυάλινα, καθώς και νομίσματα επιβεβαιώνουν την επισκευή της στον 14ο αιώνα και την εγκατάλειψή της από βίαιο γεγονός, πιθανώς την καταστροφή της από την πολιορκία του κάστρου από τους Οθωμανούς.

Στο Άνω Κάστρο διαπιστώθηκε υπόγειος χώρος ορθογώνιου πύργου σε μορφή θόλου για την αποθήκευση των σιτηρών σε πιθάρια, επιχρισμένος με κονίαμα, και με γραπτή διακόσμηση, ενώ ανατολικά αυτού, εξαιρετικά σωζόμενα σε ύψος περίπου δυο μέτρων ορθογώνια δωμάτια από λιθόστρωτα δάπεδα, πιθανώς υπόγεια για την αποθήκευση πίθων, χρονολογημένα από νομίσματα του 14ου αιώνα μ. Χ.

πηγή